PAPER-ΦΕΚ-0781-20030618

ΦΕΚ 781 / ΕΑΚ 2003

Τροποποίηση και συμπλήρωση της απόφασης έγκρισης του
«Ελληνικού Αντισεισμικού Κανονισμού - ΕΑΚ-2000»

Αριθ. Δ17α/67/1/ΦΝ275

ΤΕΥΧΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ, Αρ. Φύλλου 781, 18 Ιουνίου 2003

Δείτε το πρωτότυπο κείμενο σε μορφή gif εικόνας
[ΦΕΚ 781 Σελ. 1] [ΦΕΚ 781 Σελ. 2] [ΦΕΚ 781 Σελ. 3] [ΦΕΚ 781 Σελ. 4]

Ο ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ, ΧΩΡΟΤΑΞΙΑΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΡΓΩΝ

Έχοντας υπόψη:

  1. Τις διατάξεις της παρ. 1 και 4 του άρθρου 21 του Ν. 1418 «Δημόσια έργα και ρυθμίσεις συναφών θεμάτων» (Α' 23).
  2. Τη διάταξη του άρθρου 2, παρ .2 περιπτ. δ του Ν. 1349/83 «Σύσταση Οργανισμού Αντισεισμικού Σχεδιασμού και Προστασίας (ΟΑΣΠ) και άλλες διατάξεις» (Α' 52).
  3. Τις διατάξεις του άρθρου 29 Α' του Ν. 1558/1984 (Α'37) όπως αυτό προστέθηκε με το άρθρο 27 του Ν. 2081/1992 (Α'154) και αντικαταστάθηκε με την παρ. 2α του άρθρου 1 του Ν. 2469/1997 (Α'38) και το γεγονός ότι από τις διατάξεις της παρούσας απόφασης δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του κρατικού προϋπολογισμού.
  4. Τις διατάξεις της κοινής απόφασης Υ6/31.10.2001 του Πρωθυπουργού και της Υπουργού ΠΕΧΩΔΕ «Ανάθεση αρμοδιοτήτων Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων 'Εργων στους Υφυπουργούς Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων» (Β'1484).
  5. Την Δ17α/141/3/ΦΝ 275/15.12.1999 απόφαση του Υπουργού ΠΕΧΩΔΕ «Έγκριση του Ελληνικού Αντισεισμικού Κανονισμού - ΕΑΚ-2000» (Β'2184).
  6. Το 670/14.5.2003 έγγραφο του ΟΑΣΠ καθώς και το από 17.4.2003 έγγραφο της Μόνιμης Επιστημονικής Επιτροπής του ΟΑΣΠ για την επίλυση θεμάτων εφαρμογής και συμβατότητας των κανονισμών και οδηγιών για τον αντισεισμικό σχεδιασμό των κατασκευών.
Αποφασίζουμε:

`Aρθρο 1ο

Εγκρίνουμε τις τροποποιήσεις και συμπληρώσεις του Ελληνικού Αντισεισμικού Κανονισμού ΕΑΚ 2000, οι οποίες έχουν ως ακολούθως:

1η Τροποποίηση

Στη παράγραφο 5.2.3.1 του κεφαλαίου 5 αντικαθίσταται το (2) από το ακόλουθο:

(2) Για τον υπολογισμό της αντοχής του εδάφους σύμφωνα με τις παρ. 5.2.3.2 ή 5.2.3.3 και το Παράρτημα Ζ, θα χρησιμοποιούνται κατάλληλα εκτιμώμενες τιμές σχεδιασμού των εδαφικών παραμέτρων cd και φd. Οι τιμές αυτές θα τεκμηριώνονται από κατάλληλη εδαφοτεχνική έρευνα - μελέτη και δεν μπορούν εν γένει να υπερβαίνουν τις τιμές σχεδιασμού υπό αντίστοιχη στατική φόρτιση.

2η Τροποποίηση

Στην παράγραφο Ζ.6 του παραρτήματος Ζ αντικαθίσταται το (1) από το ακόλουθο:

(1) Σε κτίρια σπουδαιότητας Σ1 επί εδάφους κατηγορίας Α, Β ή Γ καθώς και σε κτίρια σπουδαιότητας Σ2 ή και μονόροφα σπουδαιότητας Σ3 επί εδάφους κατηγορίας Α ή Β, επιτρέπεται η εκτίμηση της φέρουσας ικανότητας του εδάφους με βάση υπάρχουσα εμπειρία από παρακείμενες κατασκευές, θεμελιωμένες σε όμοιους εδαφικούς σχηματισμούς. Οι κατασκευές αυτές πρέπει να μην έχουν εμφανίσει αξιόλογες υποχωρήσεις και να έχουν επιδείξει καλή συμπεριφορά σε προγενέστερες σημαντικές σεισμικές δράσεις.

3η Συμπλήρωση

Στη παράγραφο Σ.5.2.3.1. των σχολίων του κεφαλαίου 5 προστίθεται στο (2) το ακόλουθο:

Η έκταση της απαιτούμενης εδαφοτεχνικής έρευνας-μελέτης εξαρτάται από την Κατηγορία Εδάφους, τη Σεισμικότητα και τη Σπουδαιότητα του δομήματος, και θα πρέπει να τεκμηριώνει όλα τα απαιτούμενα από τις παρούσες διατάξεις του Αντισεισμικού Κανονισμού στοιχεία.

Α. Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παρ. Ζ.6.(1), ισχύουν οι ελάχιστες απαιτήσεις της Ζ.6.

Β. Στις ακόλουθες περιπτώσεις δομημάτων με επιφάνεια κάτοψης θεμελιώσεως, ανεξαρτήτως αρμών το πολύ 500 m², και με αριθμό υπέργειων ορόφων το πολύ πέντε:

Απαιτούνται:

Εδαφοτεχνική έρευνα-μελέτη με προτάσεις θεμελίωσης που θα βασίζονται σε μία τουλάχιστον δειγματοληπτική γεώτρηση με επί τόπου και εργαστηριακές μετρήσεις και δοκιμές ή σε πενετρομετρήσεις.

Γ. Σε όλες τις υπόλοιπες περιπτώσεις, πέραν αυτών που καλύπτονται από τα ανωτέρω Α και Β, απαιτούνται:

Εδαφοτεχνική μελέτη-έρευνα με προτάσεις θεμελίωσης που θα βασίζονται σε ικανό αριθμό δειγματοληπτικών γεωτρήσεων, με επί τόπου και εργαστηριακές μετρήσεις και δοκιμές ή/και πενετρομετρήσεις ή/και γεωφυσικές διασκοπίσεις. Οι ανωτέρω περιπτώσεις αφορούν μόνο την ικανοποίηση των απαιτήσεων του Αντισεισμικού Κανονισμού για την φέρουσα ικανότητα του εδάφους υπό σεισμικές δράσεις και δεν περιλαμβάνουν απαιτήσεις για στατικά φορτία.

4η Συμπλήρωση

Στη παράγραφο Σ.Β.1.4 των σχολίων του παραρτήματος Β προστίθεται το (1):

(1)

  1. Η τελική απαίτηση της παραγράφου (1) για κατακόρυφα στοιχεία που χαρακτηρίζονται σαν τοιχώματα, είναι να σχεδιάζονται ικανοτικά έτσι ώστε, σε μετελαστική απόκριση υπό σεισμική φόρτιση, να αναπτύσουν μόνον μία πλαστική άρθρωση στην βάση. Η δυνατότητα να σχεδιαστεί ένα κατακόρυφο στοιχείο όπως προαναφέρεται, προϋποθέτει ότι, υπό την οριζόντια σεισμική φόρτιοη, το στοιχείο «δρα κατά κύριο λόγο σαν καμπτικές πρόβολος με πλήρη ή και μερική πάκτωση στην βάση όπου και συγκεντρώνεται η κύρια καμπτική καταπόνηση». Η δυνατότητα αυτή πρέπει να ελέγχεται κατό περίπτωση με βάση το σχετικό διάγραμμα ροπών (βλέπε Σημείωση (α)). Ενδεικτική περιβάλλουσα σχεδιασμού ροπών κάμψης δείχνεται στο σχήμα που ακολουθεί. Σημειώνεται ότι η περιβάλλουσα αυτή είναι απλοποιημένη, με την έννοια ότι δεν δείχνει τις συγκεντρωμένες ροπές (σκαλοπάτια) που αναλαμβάνονται από δοκούς ορόφων με τις οποίες το τοίχωμα συνδέεται μονολιθικά μέσα στο επίπεδο του.
  2. Είναι ακόμη φανερό ότι για να λειτουργήσει το στοιχείο «κατά κύριο λόγο σαν καμπτικός πρόβολος», πρέπει να διαθέτει «μεγάλη δυσκαμψία σε σύγκριση προς τα οριζόντια στοιχεία (δοκούς) με τα οποία συνδέεται σε πλαισιακή λειτουργία». Από άποψη αντοχής υποτίθεται ότι το τοίχωμα διαθέτει τέτοιες διαστάσεις διατομής ώστε να είναι φανερό (κατά κανόνα χωρίς έλεγχο) ότι μπορεί να αναλάβει σε κάθε όροφο τις τοπικές ροπές υπεραντοχής των δοκών με τις οποίες συνδέεται πλαισιακά. Αυτό το τελευταίο όμως δεν ισχύει, τουλάχιστον χωρίς ιδιαίτερο έλεγχο, σε στοιχεία μικρού μήκους (π.χ. 25 χ 100) όταν συνδέονται ακόμα και με συνήθεις πλακοδοκούς (π.χ. 25/70).
  3. Οι προαναφερθείσες προϋποθέσεις συνοψίζονται από άποψη αποτελέσματος στην τελική απαίτηση για ένα τοίχωμα, που είναι η εξασφάλιση μίας μόνον πλαστικής άρθρωσης στην βάοη, σε συνδυασμό με την διάθεση επαρκούς δυσκαμψίας και αντοχής, ώστε να εξασφαλίζεται κατανομή της διατμητικής παραμόρφωσης του κτιρίου κατά το ύψος χωρίς ασυνέχειες (βλέπε Σημειώσεις (β), (γ)). Η κατανομή αυτή είναι απαραίτητη για την αποφυγή σχηματισμού μηχανισμού ορόφου και την απαλλαγή από τον σχετικό έλεγχο σύμφωνα με το άρθρο 4.1.4.2 β.
  4. Για τα συνήθη ύψη ορόφων και δοκών οικοδομικών έργων, μπορεί να θεωρηθεί, χωρίς την διενέργεια των προαναφερόμενων ελέγχων, ότι η παραπάνω απαίτηση ικανοποιείται, όταν το κατακόρυφο στοιχείο έχει μήκος >= 1.50 m σε κτίρια που έχουν ή προβλέπεται να αποκτήσουν μέχρι και 4 υπέργειους ορόφους, και >= 2.00 m σε κτίρια με περισσότερους από 4 ορόφους. Τέτοια στοιχεία μπορούν να θεωρηθούν τοιχώματα εν γένει και ειδικότερα υπό την έννοια του άρθρου 4.1.4.2 β του παρόντος καθώς και του άρθρου 18.4.4.2 του ΕΚΩΣ, χωρίς ιδιαίτερους ελέγχους. Λεπτομέρειες που αφορούν ειδικές περιπτώσεις αναφέρονται στις σημειώσεις (β) και (γ).

Σημείωση (α)
Διάγραμμα καμπτικών ροπών τοιχώματος

Δεν είναι απαραίτητο το διάγραμμα ροπών, υπό στατική οριζόντια φόρτιση, ενός «κατά κύριο λόγο καμπτικού προβόλου» να παραμένει ομόσημο σε ολόκληρο το ύψος. Σε μικτά συστήματα, ακόμα και αν η δυσκαμψία των δοκών είναι πολύ μικρή σε σχέση με εκείνη του τοιχώματος, αλλαγή του πρόσημου των ροπών στο τοίχωμα και μείωση της ροπής στην βάοη, προκύπτουν από την στηρικτική δράση των πλαισίων στο πάνω μέρος των τοιχωμάτων, μέσω των διαφραγμάτων των ορόφων. Το ύψος της θέσης αλλαγής πρόσημου των ροπών δεν είναι αποτελεσματικό κριτήριο για τον χαρακτηρισμό του στοιχείου ως τοιχώματος, κατά την έννοια της Β 1.4. Ο χαρακτηρισμός αυτός συναρτάται προς συνθήκες κυρίως μετελαστικής συμπεριφοράς που αναφέρονται παρακάτω. 'Οταν συνυπάρχει και στροφική αντίδραση δοκών, που βρίσκονται σε πλαισιακή λειτουργία με το τοίχωμα, εμφανίζεται «πριονωτό» διάγραμμα ροπών και η καμπτική ροπή στην βάση του τοιχώματος ελαττώνεται περαιτέρω. Ο συνδυασμός αυτός μπορεί να οδηγήσει σε αλλαγή πρόσημου ροπών στο τοίχωμα μέσα σε ένα ή και περισσότερους ορόφους. Όταν οι ροπές με αντίθετα πρόσημα ενδιάμεσων ορόφων είναι της ίδιας τάξης μεγέθους με την μέγιστη ροπή στην βάση (π.χ. μεγαλύτερες του 50% της ροπής της βάσης), τότε η διαδικασία ικανοτικού σχεδιασμού του τοιχώματος, που δίνεται στις παραγράφους (2) έως (5) του παρόντος άρθρου Β 1.4, δεν διασφαλίζει από μόνη της αποφυγή ανάπτυξης και ενδιάμεσων πλαστικών αρθρώσεων. Στις θέσεις αυτές θα πρέπει επιπλέον να ελέγχεται ικανοτικά το τοίχωμα σε σχέση με την υπεραντοχή των δοκών, κατά την διαδικασία που προβλέπεται για τα υποστυλώματα από το άρθρο 4.1.4.1. Αυτό το ενδεχόμενο δεν εμφανίζεται σε κατακόρυφα στοιχεία των οποίων η δυσκαμψία και η αντοχή σε κάμψη είναι σημαντικά μεγαλύτερες από τις αντίστοιχες των δοκών με τις οποίες συνδέονται πλαισιακά. Δηλαδή σε τοιχώματα σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην (iv), δεν απαιτείται ο παραπάνω επιπλέον έλεγχος.

Σημείωση (β)
Κατακόρυφα στοιχεία που δεν συνδέονται πλαισιακά με δοκούς.

Τέτοια στοιχεία είναι εν γένει δυνατό να υπολογιστούν ικανοτικά ώστε να έχουν μία μόνον πλαστική άρθρωση στην βάση. Όταν όμως τα στοιχεία έχουν μικρή διατομή (π.χ. 25 χ 100) δεν διαθέτουν εν γένει επαρκή δυσκαμψία και αντοχή για να εξασφαλίσουντηνπερίπου ομοιόμορφη κατανομή της διατμητικής παραμόρφωσηςτου κτιρίου σε όλους τους ορόφους (βλ. (iii) παραπάνω). Επομένως τέτοια στοιχεία δεν μπορούν να θεωρηθούν τοιχώματα. Όταν ο λοιπός φέρων οργανισμός του κτιρίου ικανοποιεί την βασική απαίτηση της παραγράφου 4.1.7.1 α (2), για «ουσιαστική πλαισιακή λειτουργία στο μέγιστο ποσοστό των υποστυλωμάτων», στοιχεία όπως τα προαναφερόμενα έχουν ελάχιστη δυσκαμψία και συνεπώς ελάχιστη συμβολή στην ανάληψη τεμνουσών δυνάμεων στην βάση, Κατά συνέπειαν, τέτοια κατακόρυφα στοιχεία - ακόμα και αν θεωρούνταν τοιχώματα - δεν θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν αποτελεσματικά για την εκπλήρωση της απαίτησης nv (nv > 0.60), που θέτει το άρθρο 4.1.4.2 β, παρά μόνον αν προβλεφθούν με επαρκώς ισχυρή διατομή, π.χ. σύμφωνα με την (iv) παραπάνω.

Σημείωση (γ)
Τοιχώματα με λόγο πλευρών l/b > 4

Η συνθήκη για τον λόγο πλευρών l/b > 4, προέρχεται από την επιμήκη μορφή των στοιχείων που παραδοσιακά ονομάζουμε τοιχώματα, και σχετίζεται με την δυνατότητα περιορισμού της περίσφιγξης της πλαστικής άρθρωσης μόνον στα άκρα της διατομής. Δεν έχει όμως καμία άμεση συσχέτιση με την δυνατότητα ή μη εξασφάλισης ανάπτυξης μόνον μίας πλαστικής άρθρωσης, η οποία αποτελεί τον τελικό στόχο, θα ήταν επομένως παράλογο, στοιχείο με διατομή 35x150 να θεωρείται τοίχωμα και να παύσει να θεωρείται τοίχωμα αν γίνει 40χ150, καθώς η αύξηση του πάχους προφανώς δεν το αποστερεί από τις προαναφερθείσες ιδιότητες. Γι' αυτόν τον λόγο, ο ορισμός του τοιχώματος της παραγράφου (1), του παρόντος άρθρου χρησιμοποιεί την έκφραση «που έχουν εν γένει επιμήκη διατομή...". Αυτό σημαίνει ότι, όταν πληρούνται οι λοιπές συνθήκες, ο περιορισμός του λόγου των πλευρών μπορεί να αγνοηθεί, ως προς την εφαρμογή του ελέγχου επάρκειας τοιχωμάτων του άρθρου 4.1.4.2 β.

`Αρθρο 2

Η ισχύς της απόφασης αυτής αρχίζει από τη δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως

Αθήνα, 6 Ιουνίου 2003
Ο ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΣ
Ι. ΤΣΑΚΛΙΔΗΣ